ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

2025-10-14

Στο παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας που κατοικούσε χρόνια στην περιοχή, υπήρχε ένα ξύλινο σπιτάκι πάνω στο δέντρο που ήταν στην άκρη του κήπου. Όποιος περνούσε από αυτό τον εξοχικό δρόμο, ήταν αδύνατο να μην κοντοσταθεί έστω και λίγο, να χαζέψει αυτό το περίεργο «οικοδόμημα» που στεκόταν περήφανο για το σχήμα του, αλλά και τον ιδιοκτήτη του. Όπως ήταν κατασκευασμένο, έμοιαζε σαν κουκλόσπιτο που οι κάτοικοι, οι κούκλες του δηλαδή, είχαν αποκοιμηθεί βαθιά, αφού η όψη του έδειχνε πως είχε περάσει καιρός από την εποχή που κατοικούσαν και το σπιτάκι έμοιαζε σχεδόν ακατοίκητο και παραμελημένο. 

Όσο κι αν προσπαθούσαν να δουν οι περαστικοί τι μπορεί να περιέχει, ήταν δύσκολο τόσο ψηλά που στεκόταν. Μόνο μια στοίβα από διπλωμένα ρούχα φαινόταν κι αυτή δύσκολα την διέκρινες, εκτός αν πλησίαζες κοντά, και έκανες μια προσπάθεια αναρρίχησης στο δέντρο.

Ο κυρ – Αργύρης ήταν ένας ηλικιωμένος και ιδιαίτερα κλειστός στις κουβέντες του άνθρωπος, στον περίγυρο της περιοχής. Του άρεσε να ασχολείται με δουλειές στο κτήμα που φιλοξενούσε το σπιτάκι που είπαμε πριν. Βέβαια, στα χρόνια της νιότης του είχε γνωρίσει πολλά όπως συνήθιζε να λέει, σε όποιον βέβαια κατάφερνε να τον κάνει να ανοιχτεί σε συζήτηση μαζί του. Συνήθως απέφευγε τις πολλές κουβέντες, εκτός αν μιλούσε για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, του πολέμου που γνώρισε κι εκείνος με την οικογένειά του, την γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους να υποφέρουν, όπως όλοι οι άνθρωποι της γενιάς εκείνης. Ο κυρ Αργύρης λοιπόν, χαιρετώντας πάντα με μια κίνηση του κεφαλιού του σχεδόν χωρίς να μιλάει, περνούσε μπροστά από τους ανθρώπους και βιαζόταν όπως έλεγε αν τυχόν τον παρότρυναν για κουβέντα, κυρίως οι ντόπιοι, λέγοντάς τους πως θέλει να πάει στο «κονάκι» του να πλαγιάσει.

Ιδιότροπος άνθρωπος, μόνο η μικρή του εγγονή από όλη την οικογένεια κατάφερνε να του ανοίγει συζητήσεις. Τα μικρά παιδιά έχουν μια έντονη περιέργεια πολλές φορές να μάθουν, να ρωτούν τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, χίλια δυο πράγματα. Για ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Από τα ροζιασμένα του χέρια που είχαν δουλέψει πολύ και γιατί παρακαλώ; Για τη συγχωρεμένη τη γυναίκα του που έφυγε νωρίς από τη ζωή, για την κατσικούλα που είχε στο χωριό του και την αγαπούσε πολύ. Η μικρούλα αυτή κατάφερνε να «ξεκλειδώνει» την ψυχή του γέροντα και να χώνεται μέσα της κυριολεκτικά. Κατάφερνε και τον αποτραβούσε ακόμα και από τις σκέψεις του, που σκοτείνιαζαν το πρόσωπό του πολλές φορές, ενώ τα μάτια του κοιτούσαν στο άπειρο, έτσι έμοιαζαν, όταν οι θύμισες έρχονταν στη συζήτηση. 

Κυρίως, όταν καθόταν όπως συνήθιζε σε μια άκρη του τραπεζιού μετά το φαγητό, έμοιαζε βυθισμένος στα περασμένα που έζησε, στα δύσκολα χρόνια που είχαν περάσει βέβαια, όμως άφησαν ίχνη στη ψυχή του. Έμοιαζε παράταιρος με τη ζωή κάποιες φορές, θλιμμένος ίσως και αναστέναζε ξεφυσώντας σαν να προσπαθούσε να διώξει το βάρος από την ψυχή του. Ποιος ξέρει γιατί; Πολλές φορές οι άνθρωποι είναι με τις οικογένειες τους και παράλληλα αισθάνονται μόνοι τους. Σαν να βρίσκονται σε άλλο Σύμπαν πραγματικά. Νομίζω πως θα συμφωνείτε εδώ. Το σπιτάκι πάνω στο δέντρο όμως έγινε το καταφύγιο και παρατηρητήριό του, όπως έλεγε. Περίεργο ίσως, σαν να είχε απομείνει μέσα του ένας απόηχος του πολέμου που έζησε. Έμοιαζε να αισθάνεται μια σιγουριά, μια ασφάλεια. Από δω έλεγε βλέπω τα πάντα και ενώ μιλούσε σοβαρά, όσοι τον άκουγαν κρυφογελούσαν πως τάχα έφταιγε η ηλικία του… 

Ο παππούς έφυγε από τη ζωή ξαφνικά. Επιθυμούσε όπως έλεγε να αφήσει κάτι πίσω του, να γράψει για τη ζωή του. Όμως, δεν τα κατάφερε, τον πρόλαβε το «τέλος». Τελικά μπορεί να συμβαίνουν πράγματα που δεν τα φανταζόμαστε στη ζωή…

Ας πούμε όπως τώρα, εδώ σε αυτό το χαρτί. Πολλά χρόνια μετά, αυτή η εγγονούλα του που την αγαπούσε, θα έγραφε για κείνον, για τον παππού της με το σπιτάκι πάνω στο δέντρο που το καμάρωνε, όπως καμάρωνε και εκείνη, αφού μοιράστηκε μαζί της τόσα πολλά…

Αφιερωμένο.