Ο ΓΕΡΟ ΧΙΟΝΙΑΣ

Κυριακάτικο βραδάκι, το κρύο είναι τσουχτερό.
Ο γέρο - Χιονιάς ξεχύθηκε στους δρόμους. Παρά τα χρόνια του, τόσο ηλικιωμένος που είναι, έχει πολύ καλή διάθεση απόψε. Κοιτάζει με συμπάθεια τους περαστικούς, κάποιοι προσπαθούν να ζεστάνουν τρίβοντας τα χέρια τους και κάποιοι άλλοι ντυμένοι όμορφα περπατούν γρήγορα, ίσως θέλουν να προλάβουν κάποια συνάντηση, η σκέφτηκε, μπορεί να τρέχουν γιατί κρυώνουν και θέλουν να τρυπώσουν σε κάποια αίθουσα, ποιος ξέρει;
Τα μικρά ζωάκια του δρόμου προσπαθούν να ζεσταθούν σε μια γωνίτσα, φωλιάζοντας το ένα πλάι στο άλλο δίπλα στον καστανά που έψηνε τα καστανά του σε μια γωνιά, αν και δεν ενδιέφεραν τα κάστανα τα ζωάκια, είχε ζεστασιά και αυτό ήταν πολύ ελκυστικό...Ο γερό χιονιάς σκέφτηκε πως ίσως να μην στείλει αύριο τόσο κρύο..."Ας τους καλοπιάσω" είπε μέσα του, οι άνθρωποι έχουν τόσα προβλήματα, ας μην τους επιβαρύνω κι εγώ.
Σήκωσε το γιακά από το επανωφόρι του, είχε σχηματίσει γνώμη για την ατμόσφαιρα απόψε, επομένως "ας προχωρήσω" είπε, με περιμένουν και σε άλλες περιοχές εξ άλλου...
Ένα ζευγαράκι που συνάντησε πιο κάτω στο δρόμο του, αγκαλιασμένο σφιχτά έμοιαζε ευτυχισμένο πολύ.
Φεύγοντας και από εκείνο το σημείο, πήρε το μάτι του την κοπέλα που τον κοιτούσε κλεφτά.
Σαν να την άκουσε να λέει στο παλληκάρι που την κρατούσε στην αγκαλιά του τρυφερά: "Η αγκαλιά σου είναι τόσο ζεστή αγάπη μου! "
Ώρα να πηγαίνω σκέφτηκε πάλι ο γερό - Χιονιάς, χαμογέλασε αμυδρά και χάθηκε στην γωνιά του δρόμου...*