~Η ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ~

Κλείσε τα μάτια, φύγε, πήγαινε μακριά
πολύ!
-Δεν αντέχει η καρδιά μου, πονάω Μητέρα Γη, πονάω για το ξέσπασμά σου.
Τρίζουν
τα θεμέλια της ζωής που έχτισα με κόπο...
Η ίδια η ύπαρξή μου κλονίζεται και η θλίψη βαραίνει την ψυχή μου, ακούγονται
παντού φωνές απελπισμένες, φωνές που αγωνιούν αν θα μπορέσουν να βγουν από τα
φοβερά χαλάσματα της συμφοράς, από τα μαύρα και ανήλιαγα σημεία που η φοβερή
σου δύναμη τράνταξε τα πάντα, τους έκλεισε εκεί και τώρα τι;
Για που πηγαίνουν οι ψυχές, που φεύγουν τρομαγμένες;
Για που πηγαίνουν κι αυτοί που είναι πληγωμένοι;
Τώρα τι θα απογίνει Μητέρα;
Που θα τους βρει ο θάνατος που έσπειρε όχι μόνο αυτός ο κλυδωνισμός, αλλά ο
πόνος και ο φόβος;
Που θα τους βρει η αναπνοή που πάλι αρχίζοντας με κόπο και δειλά να πάλλεται
μέσα στο στήθος τους, μιλά;
Πόσα αλήθεια να τους λέει; Θα αντέξουν τώρα τη ζωή;
Αυτοί που άντεξαν τον θάνατο, άραγε, θα αντέξουν τη ζωή μετά;
-Κλείσε τα μάτια είπα! Μην κοιτάς!
=Άφησε πίσω τη συμφορά
-Άφησε πίσω το σκοτάδι!
-Προχώρησε, πήγαινε στη Χώρα της Ζωής, εκεί θα καταλάβεις το γιατί, εκεί θα
αναριγήσεις, τις ξεχασμένες μνήμες σου θα ξαναβρείς και τότε θα με θυμηθείς.
-Εκεί, στη Χώρα της Ζωής, εκεί τους πόνους μου θα αισθανθείς, εκεί θα με
ζητήσεις, εκεί θα αντιληφθείς πόσο πόνεσε η Μητέρα που έσεισε τη Γη
-Αλλά τότε, θυμήσου, πως «ήταν μια μέρα που έκλεισε η μνήμη της ανθρώπινης
ζωής, για να μην το θυμηθεί, αλλά να το ζήσει».
-Κλείσε τώρα τα μάτια, πήγαινε μακριά
-Πήγαινε στο Φως, πήγαινε στην Αλήθεια
Στην Χώρα της Ζωής, εκεί πρέπει να πας να ζήσεις.
Θυμήσου.